- τσινώ
- τσίνησα, τσινισμένος1. αμτβ., (για ζώα), κλοτσώ, τινάζω τα πόδια προς τα πίσω, λακτίζω.2. μτφ. (για ανθρώπους), ερεθίζομαι, εξοργίζομαι, δυσανασχετώ, δυστροπώ: Τσίνησε όταν του θύμισαν την παλιά καταδίκη του.4. μτβ., εξοργίζω, ερεθίζω, τσιγκλώ κάποιον: Τον τσίνησαν τα λόγια μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.